- επανάπαυσις
- ἐπανάπαυσις, η (AM) [επαναπαύω]εφησυχασμός, απαλλαγή από κάθε φροντίδα ή ανησυχίαμσν.παροχή αναπαύσεως, ανακουφίσεως, ησυχίαςαρχ.1. κατάβαση2. καταγωγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπανάπαυσις — lighting down fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναπαύσεως — ἐπαναπαύσεω̆ς , ἐπανάπαυσις lighting down fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναπαύσῃ — ἐπαναπαύσηι , ἐπανάπαυσις lighting down fem dat sg (epic) ἐπαναπαύομαι aor subj mid 2nd sg ἐπαναπαύομαι aor subj act 3rd sg ἐπαναπαύομαι fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)